φρενοθελγής

φρενοθελγής
φρενο-θελγής, ές, dem Herzen schmeichelnd, herzbezaubernd

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοθελγέα — φρενοθελγής charming the heart neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φρενοθελγής charming the heart masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοθελγέος — φρενοθελγής charming the heart masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • φρενοθελγέι — φρενοθελγέϊ , φρενοθελγής charming the heart dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”